ἀσύντακτα

ἀσύντακτα
ἀσύντακτος
disorganized
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κακογράφω — και κακογραφώ (Μ κακογραφῶ, έω) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κακογραμμένος, η, ο(ν) κακότυχος, άτυχος, κακορίζικος, κακόμοιρος («τρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες», Πολίτ.) νεοελλ. 1. γράφω δυσανάγνωστα ή ακαλαίσθητα, έχω κακό… …   Dictionary of Greek

  • πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …   Dictionary of Greek

  • πλεύρα — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”